Δημοτική Κοινότητα Μενηίδος

Τ.Κ.ΚΡΑΝΕΑ


Το παλαιότερο όνομα αυτού του χωριού ήταν Ντρενοβο και μετονομάστηκε σε Ακρανεα και στη συνέχεια σε Κρανεα. Στους οδικούς χάρτες αναγράφεται ως Κρανιά. Είναι παλαιοχριστιανικό μακεδονικό χωριό που ερήμωσε στα τέλη του 19ου αιώνα. Συγκεκριμένα μετά την απαρίθμηση του το 1913 χαρακτηρίστηκε ως έρημο. Το 1924 το ελληνικό κράτος εγκατέστησε εδώ πρόσφυγες. Ο αριθμός τους το 1928 ήταν 177 άτομα (85 άρρενες και 92 θηλεις) εκ των οποίων 145 ήταν πρόσφυγες που ήρθαν μετά το 1922(72 άρρενες και 73 θηλεις). Ομοδημοτες ήταν 145 και ετεροδημότες 32. Σήμερα είναι οικισμός του δήμου Μενηιδος, του νομού Πέλλας. Ο πληθυσμός τους τις τελευταίες δεκαετίες όλο και μειώνεται με αποτέλεσμα να φτάσει στην τελευταία απογραφή να μετρά μόλις 130 κατοίκους.
 

Τ.Κ.ΛΙΘΑΡΙΑ


Το παλιό όνομα αυτού του χωριού ήταν Νοβο Σελο η Ενι Κιοι Ενωτιας και αποτέλεσε οικισμό της κοινότητας Στραιστα (ΦΕΚ152/8-7-1918). Στην απογραφή του 1920 αριθμούσε μόλις 2 άτομα!!! Αργότερα μετονομάστηκε σε Λιθάρια (ΦΕΚ 81/14-5-1928). Ο πληθυσμός του το 1912 ήταν περίπου 30 εξαρχικοι Μακεδόνες. Το ελληνικό κράτος το 1924 εγκατέστησε στο χωριό πρόσφυγες και συγκεκριμένα 19 προσφυγικές οικογένειες (72 άτομα). Το 1928 ζούσαν εδώ 114 άτομα (59 άρρενες και 55 θηλεις) εκ των οποίων 70 ήταν προσφυγές που ήρθαν με την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τη μικρασιατική καταστροφή το 1922 (38 άρρενες και 32 θηλεις). Ομοδημοτες ήταν 88 και ετεροδημότες ήταν 26. Σύμφωνα με τη στατιστική του ΝΟΦ του 1947 ζούσαν εδώ 26 Μακεδόνες και 126 πρόσφυγες. Σήμερα είναι οικισμός του δήμου Μενηιδος του νομού Πέλλας και κατοικείται από μόλις 6 κατοίκους.

 

Τ.Κ.ΜΑΝΔΑΛΟ

Το Μάνδαλο σήμερα ανήκει στο νεοσύστατο Δήμο Μενηίδος μαζί με την Καλή, τον Προφήτη Ηλία, το Άνυδρο, το Σανδάλι , την Κρανιά και τη Λιθαριά.
Δημοτικό διαμέρισμα με δυναμική όσον αφορά τον πληθυσμό αλλά και τη γεωμορφολογική θέση , απλώνεται στη σκιά του Πάικου και βρίσκεται στο «κέντρο» του τριγώνου , Γιαννιτσά – Έδεσσα - Αριδαία. Σημαντικότερη πόλη στα ανατολικά και σε απόσταση 22 χμ τα Γιαννιτσά , ενώ νοτιοδυτικά στα 15χλμ βρίσκεται η Σκύδρα.
Οι 1.800 περίπου κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία, με το ροδάκινο να είναι το χαρακτηριστικότερο προϊόν του χωριού. Ακόμη καλλιεργούνται ο καπνός, τα βερίκοκα και λιγότερο οι ελιές και τα κεράσια. Ο πληθυσμός αποτελεί κράμα από γηγενείς και πρόσφυγες που μαζί πορεύονται αρμονικά για να οδηγήσουν το Μάνδαλο στην πρόοδο και την ευημερία που του αρμόζει.

Μια άποψη για την ονομασία του χωριού (ΜΑΝΔΑΛΟ) είναι ότι προέρχεται από το ρήμα μανδαλώνω(=ασφαλίζω , δένω). Σύμφωνα μ' αυτή, το Μάνδαλο ήταν αρχικά παραθαλάσσιο και έπειτα παραλίμνιο χωριό, αφού μέχρι και τον 5ο αι. π.Χ. η θάλασσα έφτανε μέχρι την περιοχή των Γιαννιτσών. Αργότερα σχηματίστηκε η υφάλμυρη και με μικρό βάθος (βαλτώδης) αρχαία λίμνη του Λουδία, η μετέπειτα λίμνη των Γιαννιτσών που μετατράπηκε στην ομώνυμη πεδιάδα. Μάλιστα στον οικισμό του Μανδάλου ανασκαφές έφεραν στο φως ένα νεολιθικό οικισμό που ήταν χωροθετημενος στις υπώρειες του Παικου με έκταση περίπου 5 στρέμματα και ύψος 8 μέτρα. Κατοικήθηκε από το 4600 μέχρι το 4000 π.Χ. Ο οικισμός επανακατοικηθηκε μετά το 3000 π.Χ. στην πρώιμη εποχή του χαλκού. Ακόμη βρέθηκε και οικισμός κλασικής περιόδου που βρίσκεται ανατολικά της προϊστορικής τούμπας του νεολιθικού οικισμού Μανδάλου. Έτσι «μανδάλωμα» ονομαζόταν το δέσιμο των βαρκών κι άλλων σκαφών στις όχθες αυτής της λίμνης.
Μια άλλη άποψη που υπάρχει βέβαια είναι ότι ονομαζόταν Μανδαρέ. (Χρυσοστόμου, καθηγητής Αρχαιολογίας Ν. Πέλλας). Η περίοδος της Τουρκοκρατίας στο Μάνδαλο (στις αρχές του 20ού αι.) βρίσκει τους κατοίκους του σκλάβους στους Τούρκους , θύματα της βουλγαρικής προπαγάνδας, αλλά και ένθερμους υποστηρικτές του Μακεδονικού αγώνα.


Τότε ο λαός πλήρωνε φόρους στους Τούρκους και συγκεκριμένα στον μπέη της Καρατζόβας, ο οποίος ερχόταν στο χωριό (μέχρι το 1918), με μια μικρή δύναμη στρατιωτών για να εισπράξει τους φόρους (μόνο χρήματα, όχι κτήματα) απ' τους «γκιαούρηδες», όπως τους έλεγε. Στην περιοχή υπήρχε μάλιστα και Τουρκική Αστυνομία, η οποία είχε την έδρα της στην εκκλησία της Λάκκας και ήταν ο φόβος κι ο τρόμος για την περιοχή των Γιαννιτσών. Η έναρξη του Μακεδονικού αγώνα (1904-1908), βρίσκει το Μαντάλοβο και το Μαυρίνεβο, όπως λέγονταν τότε τα δυο χωριουδάκια του Μανδάλου, χωρίς κάποιον μεγάλο καπετάνιο (αρχηγό) μέσα απ' το χωριό. Υπήρχαν όμως αντάρτες (πολεμιστές)του χωριού, οι οποίοι είχαν καταφύγιο στο διπλανό βουνό το Πάικο, σε μια τοποθεσία, όπου υπήρχε σπηλιά αλλά και μια βρυσούλα. (μαρτυρία Σαμαντζή) Γνώριζαν βέβαια τους μεγάλους αρχηγούς, όπως το Μίγγα, το Γαρέφη και τον Άγρα. Οι ντόπιοι κάτοικοι μάλιστα έλαβαν μέρος και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Από το 1912 ως το 1922 στην περιοχή δεν υπάρχουν Τούρκοι. Έρχονται όμως σε ανύποπτες στιγμές για να εισπράξουν τους κεφαλικούς φόρους. Μέχρι το 1918 δεν υπήρχαν δάσκαλοι και σχολεία στην περιοχή, δεν υπήρχε τίποτα από εκπαίδευση. Ο πρώτος δάσκαλος ήρθε το 1923.
 

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι πρόσφυγες αρχίζουν να φτάνουν στην περιοχή γύρω στο φθινόπωρο του 1924.
Ο πληθυσμός έτσι αυξάνεται. Οι ντόπιοι πληθυσμοί αγκαλιάζουν τους πρόσφυγες με αγάπη και καλοσύνη και τους βοηθάνε στα πρώτα τους βήματα στην καινούρια τους πατρίδα. (Αναφέρονται σε πρώτη φάση 39 οικογένειες στο Μαυρένι!) Όμως υπάρχουν προβλήματα, όπως η μεγάλη φτώχεια και η πείνα, αλλά και στην εκπαίδευση ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός των παιδιών στο σχολείο με τον έναν δάσκαλο. Καλλιεργείται το σιτάρι, το οποίο προμηθεύονται από το κράτος. Σιγά σιγά τα δυο χωριά ενώνονται, αφού ήδη στο χωριό έχουν έρθει 100 περίπου οικογένειες. Το 1925 γίνεται η πρώτη διανομή των χωραφιών στους αγρότες (αφού οι πρόσφυγες δεν είχαν) μαζί με βόδια για να τα καλλιεργήσουν. Από τον κάμπο και πέρα τα στρέμματα ήταν των Τούρκων. Στη μοιρασιά μάλιστα δεν υπήρξε κανένα παράπονο ή πρόβλημα. Μετά από δυο χρόνια (1927), αρχίζουν να χτίζονται από το κράτος και το δήμο σπίτια για τους πρόσφυγες, τα γνωστά σπίτια του εποικισμού, με λάσπη και χώμα, όπως αναφέρεται. Το 1931 γίνεται η οριστική διανομή των χωραφιών. Εκτός βέβαια από το σιτάρι, άρχισε να καλλιεργείται και καπνός που ήταν διαδεδομένος σαν καλλιέργεια στη Μ. Ασία, αλλά και το μετάξι.
 

Η πρώτη εκκλησία έγινε το 1885. Οι πρόσφυγες πήγαιναν σ' αυτή την εκκλησία του Αγίου Νικολάου (αρχιτ. ρυθμού βασιλικής) , όπου εκεί λειτουργούσε ένας Μικρασιάτης παπάς , ο παπα-Δημήτρης, στα τούρκικα, μέχρι το 1925. Αργότερα βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Η πρώτη κοινότητα έγινε στην Καλή κι αυτό κράτησε πολλά χρόνια. Ο πρώτος Μουχτάρης (πρόεδρος) ήταν ο Γαβρίλης Γεωργιάδης ο οποίος πήρε την εξουσία χωρίς εκλογή. (δεν ψηφίστηκε από το λαό) Αυτός δεν είχε σχέση με τις αρχές. Γενικά στην κοινότητα της Καλής , με το γραμματέα που υπήρχε, οι πολίτες πήγαιναν κι έγραφαν τα παιδιά τους (αγόρια) ένα χρόνο μεγαλύτερα για να πάνε πιο νωρίς φαντάροι και ν' απολυθούν φυσικά γρηγορότερα, επειδή υπήρχαν πολλές δουλειές και τους χρειάζονταν. Στρατιώτες δηλώνονταν στο Γυψοχώρι. Από το 1910 και μετά, τούρκικα χαρτιά δεν υπάρχουν, γιατί έχουν καταστραφεί.


Η είδηση της εισόδου της χώρας μας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1940) βρίσκει τους κατοίκους πρωί στις δουλειές τους και τα παιδιά στο σχολείο. Άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες της εκκλησίας κι έτσι μαθεύτηκε το γεγονός. Γύρω στα 30 παλικάρια ξεκινάνε για το ελληνοαλβανικό μέτωπο. Απ' αυτούς ένας μόνο σκοτώθηκε. Μετά τη νίκη των Γερμανών, το 1941, οι Γερμανοί έρχονται στο χωριό το 1942. Την εποχή αυτή πρόεδρος του χωριού είναι ο Γεωργιάδης. Κατά την περίοδο της Κατοχής, οι Γερμανοί δεν είχαν στρατόπεδο στο χωριό. Μόνο κατά καιρούς περνούσαν κάποια στρατιωτικά αποσπάσματα. Το 1944, με την απελευθέρωση μπαίνει στο χωριό η Χωροφυλακή. Αρχίζει σχεδόν ταυτόχρονα η μαύρη περίοδος του Εμφυλίου Πολέμου. Στην αρχή γίνονται κάποιες συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και εθνικού στρατού, περισσότερο τοπικές και αναγνωριστικές. Σε μια απ' αυτές καίγεται το χωριό. (25 Νοεμβρίου 1946) Η αλήθεια είναι ότι ο Εμφύλιος Πόλεμος ταλαιπώρησε πολύ τους κατοίκους, κάποιοι σκοτώθηκαν κι άλλοι έφυγαν προς τις ανατολικές χώρες της Ευρώπης.(μαρτυρία Ευμορφία Κολοκοτρώνη) Υπάρχει μάλιστα και κάποιο περιστατικό με μια γυναίκα (Μαυρομάτη Βαρβάρα) η οποία πέθανε από το φόβο και τη λύπη της. Ενώ δηλαδή οι αντάρτες έχουν πάρει τη μεγαλύτερη κόρη της για να τους δείξει ένα σπίτι, αυτή πιστεύοντας ότι τη βλέπει για τελευταία φορά, πεθαίνει. Γυρίζοντας η κόρη αντικρίζει τη μητέρα της νεκρή. Γενικά, πάντως με τον Εμφύλιο, όπως και όλη η χώρα, έτσι και το χωριό μας βγήκε κατεστραμμένο. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου, από το 1950 έως το 1965, αρχίζει η μετανάστευση των κατοίκων στη Γερμανία και σ' άλλες χώρες.

Στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας αναφέρεται ότι ο πρώτος πρόεδρος του χωριού ήταν ο Τσίτσου Πέτρος και στη συνέχεια τα ονόματα: Γαβρίλης, Μιλτιάδης Χαραλαμπίδης (πρόεδροι), Κωνσταντινίδης (αντιπρόεδρος), Γεωργιάδης (γραμματέας). Από τους πρόσφυγες κι αυτούς που ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη, άλλοι πήγαν στη Γουμένισσα κι άλλοι στον Πεντάλοφο. Επίσης ότι το 1930 (εποχή των αγροτικών διανομών) ήρθαν και μερικές ακόμα οικογένειες στο Μάνδαλο. Ακόμη ότι κάποιοι πήγαν στα χωριά Άνω Άι Γιάννης και Σεβαστή του Ν. Πιερίας.
 

Το 1941, στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποιοι απ' τους κατοίκους που είχαν έρθει από τη Μ. Ασία, σκορπίστηκαν και μερικοί πήγαν στα Γρεβενά και οι υπόλοιποι σε άλλα μέρη. (δεν αναφέρονται) Το 1942 ήρθαν οι Γερμανοί. Το 1944 , όταν έφυγαν, οι κάτοικοι δεν το κατάλαβαν γρήγορα λόγω της έλλειψης της επικοινωνίας και της ενημέρωσης. Επίσης ότι η πρώτη σχολή ραπτικής ιδρύθηκε το 1950.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, οι Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στο Μάνδαλο (τους θύμιζε τη χαμένη τους πατρίδα) κατάγονταν από το χωριό Άργος (Ν.Δ. του Πόντου, της επαρχίας Αυγούστας (Augusta) με πρωτεύουσα την πόλη Νεοκαισάρεια), με 3.000 κατοίκους , πολλές εκκλησίες και σχολεία και υψόμετρο 1.000 μέτρα περίπου. Εκεί ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και ήταν υποτελείς στους Τούρκους. Κατόρθωσαν όμως και διατήρησαν την ελληνική τους εθνική συνείδηση λόγω της Ορθόδοξης Χριστιανικής τους πίστης. Μάλιστα πολλοί απ' αυτούς που δεν άντεχαν τις τουρκικές αδικίες πήραν τα βουνά και συγκρότησαν αντάρτικες ομάδες, οι οποίες προστάτευαν τους σκλάβους και μετρίαζαν την κυριαρχία των Τούρκων εκεί. Υπήρχαν εκεί και δυο ποτάμια με τις ονομασίες «γκουρτ» δηλ. Λύκος ποτ. Και «αράπ ντερεσί» μαύρο ποτάμι και «τσάος ντερεσί». Μάλιστα τότε οι Τούρκοι είχαν θέσει το δίλημμα στους κατοίκους να διαλέξουν ανάμεσα στη γλώσσα τους και τη θρησκεία τους. Έτσι διαλέγοντας τη θρησκεία οι κάτοικοι μιλούσαν την τούρκικη γλώσσα, ώστε σε κάποια στιγμή να μην ξέρουν ακόμα και το ψωμί πως το λένε στα ελληνικά. (μαρτυρία Σαμαντζή)
Έτσι, όταν αυτοί εγκαθίστανται στο χωριό ο πληθυσμός αυξάνεται. Τα σπίτια οι Μανδαλιώτες τα φτιάχνανε όλοι μαζί. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των κατοίκων είναι ότι τότε δεν ξόδευαν πολλά λεφτά. Επίσης ότι σε κάποια χρονική στιγμή ήρθε στην εκκλησία του χωριού ένας ανώτερος ιερέας για να χειροτονήσει ένα διάκονο μάλλον και όλος ο κόσμος είχε μαζευτεί εκεί, πράγμα που δηλώνει τη θρησκευτικότητα του πληθυσμού.

 

  • Το 1953 αρχίζει να χτίζεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου (αρχιτ. ρυθμού τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο)
  • Το 1960 εμφανίστηκε το πρώτο τρακτέρ στο χωριό.
  • Το 1965 άνοιξε το πρώτο βενζινάδικο.
  • Το 1968-1971 ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα, πρώτα σταδιακά και λίγο αργότερα σ' ολόκληρο το χωριό.
  • Το 1970-1971 ασφαλτοστρώθηκε ο κεντρικός δρόμος και κατασκευάστηκε το δίκτυο ύδρευσης.
  • Το 1980 έγινε η πρώτη τηλεφωνική σύνδεση.
  • Τις χρονιές 1980-1985 άρχισε συστηματικά η δεντροφύτευση ροδακινιών. Έτσι εγκαταλείπεται σταδιακά ο παραδοσιακός καπνός και το σιτάρι.
  • Το 1985 ασφαλτοστρώνονται όλοι οι επιμέρους δρόμοι του χωριού.
     

Γενικά από το 1950 ως το 1985 υπάρχει ηρεμία και ευημερία στο χωριό με σταδιακή άνοδο του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων. Τα δυο σημαντικά γεγονότα που ταράζουν την ηρεμία όχι μόνο στο χωριό , αλλά και σ' ολόκληρη τη χώρα, είναι η επταετία της δικτατορίας (1967-1974), αλλά και η γενική επιστράτευση του καλοκαιριού του 1974, λόγω των γεγονότων στην Κύπρο.

 

Τ.Κ.ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

Πεδινός οικισμός της επαρχίας Έδεσσας του νομού Πέλλας. Με το Β.Δ. 07/02/1922 (ΦΕΚ Α20/1922) προσαρτάται η καταργηθείσα κοινοτης του Προφήτη Ηλία στη Σκύδρα. Στις 11/07/1929 ο συνοικισμός τότε Προφήτης Ηλίας αναγνωρίζεται σαν κοινότητα και αποσπάται απ την δήμο Σκύδρας . Το 1928 σε απογραφή αριθμούσε 681 κατοίκους. Σήμερα στο χωριό κατοικούν 1479 άνθρωποι.
 

Ο Προφήτης Ηλίας είναι ένα χωριό κτισμένο δίπλα απ τα ερείπια οικισμού των ρωμαϊκών χρόνων. Στην περιοχή υπάρχουν ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά ευρήματα. Σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου νοτιοδυτικά από τη Μενηίδα, στη θέση Καρυδιές, αμέσως δυτικά από τη Μογλενιτσα, ανακαλύφθηκαν τα ερείπια ενός οικισμού. Στο ανατολικό νεκροταφείο του οικισμού βρέθηκαν εκτός των άλλων δυο επιτύμβιες στήλες που χρονολογούνται στον 2ο αιώνα μ.Χ. Επίσης, στην περιοχή αυτή εντοπίστηκε ένα ταφικό ιερό των Μυστών του Διονύσου και 28 ασύλητοι τάφοι εκ των οποίων τρεις ανήκαν σε πλούσιες οικογένειες με ιδιαίτερα σημαντικά ευρήματα. Ο οικισμός του Προφήτη Ηλία ήταν ένας από τους 23 οικισμούς που βρίσκονταν στην περιοχή κατά τη ρωμαϊκή και παλαιοχριστιανική εποχή.